- διέπλευσε
- διαπλέωsail throughaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λα Σαλ, Ρενέ Ρομπέρ — (René Robert Cavelier sieur de La Salle, Ρουέν 1643 – Ρίο Μπράσος, Τέξας 1687). Γάλλος εξερευνητής. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο τάγμα των ιησουιτών, μετανάστευσε στον Καναδά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Το 1669 συμμετείχε σε μια… … Dictionary of Greek
αδιάπλευστος — η, ο αυτός που δεν τόν διέπλευσε ή δεν μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς, ο μη πλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + διαπλέω. ΠΑΡ. αδιαπλευστία] … Dictionary of Greek
Αμέρικο Βεσπούτσι — (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος. Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο… … Dictionary of Greek
Αραπάκης, Πέτρος — (Χαριά Μάνης 1879 – Ατλαντικός 1911). Θαλασσοπόρος, εγγονός του αγωνιστή του 1821 Ηλία Αραπάκη. Πήρε μέρος σε πολλές ριψοκίνδυνες θαλασσοπορίες. Τον Μάιο του 1910, μαζί με τον Άγγλο Τζον Μπλέιθ, απέπλευσε από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας με το… … Dictionary of Greek
Βερίγγειος θάλασσα — (Bering sea). Βόρεια εξάρτηση (2.280.000 τ. χλμ.) του Ειρηνικού ωκεανού, ανάμεσα στην Καμτσάτκα και την Αλάσκα. Ονομάστηκε έτσι (θάλασσα του Μπέρινγκ, για την ακρίβεια) από το όνομα του Δανού εξερευνητή Βίτους Μπέρινγκ (Vitus Bering) που τη… … Dictionary of Greek
Ερύθρας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λεύκωνα και εγγονός του Αθάμαντα, ήταν επώνυμος των Ερυθρών (στη Βοιωτία). 2. Γιος του Ηρακλή. 3. Επώνυμος της Ερυθράς θάλασσας, που ενταφιάστηκε σε ψηλό λόφο, φυτεμένο με άγριους φοίνικες. Ο Ε. ήταν Πέρσης … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καραϊβική θάλασσα ή θάλασσα των Αντιλλών — Θάλασσα (1.900.000 τ. χλμ.) του Ατλαντικού ωκεανού, που ορίζεται στα Δ από τη χερσόνησο του Γιουκατάν (Μεξικό), στα Β από τις Μεγάλες Αντίλλες, στα Α από τις Μικρές Αντίλλες και στα Ν από τις ακτές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μαζί με τον… … Dictionary of Greek
Καρτιέ, Ζακ — (Jacques Cartier, Σεν Μαλό 1491 – 1557). Γάλλος εξερευνητής. Πραγματοποίησε τρία ταξίδια στον Καναδά. Αναζητώντας ένα πέρασμα στον βόρειο Ατλαντικό, που θα του επέτρεπε να φτάσει στην Κίνα, απέπλευσε στις 20 Απριλίου 1534 από το Σεν Μαλό,… … Dictionary of Greek
Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… … Dictionary of Greek